Ο σχεδιασμός και η εκτέλεση της επιχείρησης - Τα λάθη που έγιναν και η αποτυχία της – Γιατί η επιχείρηση κρίθηκε επιτυχής από το Γ.Ε.Σ. - Πώς προδόθηκε και ο τραγικός απολογισμός της
Ο πολύμηνος ελληνοϊταλικός πόλεμος (1940 – 1941) κρύβει μια σειρά από πολλές, μικρές ιστορίες, ορισμένες από τις οποίες δεν έχουν λάβει ευρεία δημοσιότητα. Μία από αυτές είναι και η αποβατική επιχείρηση, ίσως η μοναδική του πολέμου, που έγινε από Κερκυραίους εθελοντές, στα νώτα των Ιταλών στην ευρύτερη περιοχή της Θεσπρωτίας, προκειμένου να διευκολυνθεί η προέλαση του Ελληνικού Στρατού και στο αριστερό μέρος του μετώπου. Στο δεξί μέρος του μετώπου, ο Στρατός μας είχε προελάσει στο εσωτερικό της Αλβανίας.
Ο σχεδιασμός της επιχείρησης και η αθρόα προσέλευση Κερκυραίων εθελοντών
Το Γενικό Επιτελείο Στρατού για να δημιουργήσει ρήγμα στο μέτωπο διέταξε τη Στρατιωτική Διοίκηση Κέρκυρας να προετοιμάσει ένα αποβατικό απόσπασμα από εθελοντές υπαξιωματικούς και οπλίτες. Η Στρατιωτική Διοίκηση Κέρκυρας είχε στη διάθεσή της το 10ο Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο στελεχωνόταν από Κερκυραίους.
Οι άνδρες που θα στελέχωναν το απόσπασμα, θα συγκεντρώνονταν στο ορεινό χωριό Γιαννάδες στη δυτική πλευρά του νησιού, όπου θα εφοδιάζονταν με πυρομαχικά και ξηρά τροφή για τρεις μέρες. Έπειτα θα επιβιβάζονταν σε καΐκια που θα τους αποβίβαζαν στο ακρωτήριο Στύλος της Βορείου Ηπείρου απ’ όπου τα ξημερώματα της 23ης Νοεμβρίου 1940 θα πραγματοποιούσαν επίθεση εναντίον των ιταλικών δυνάμεων στην περιοχή της ευρύτερης Θεσπρωτίας, με στόχο την κατάληψη του υψώματος στο χωριό Βαγκαλάτι.
Έτσι θα βοηθούσαν την προέλαση των Συνταγμάτων Κορίνθου και Πατρών υπό τον Στρατηγό Λιούμπα («Απόσπασμα Λιούμπα») στο αριστερό άκρο της ελληνικής παράταξης. Σύμφωνα με τις οδηγίες του ΓΕΣ η προετοιμασία του αποσπάσματος έπρεπε να είναι «τελείως απόρρητος και ταχεία. Η αποστολή του Αποσπάσματος να κοινοποιηθεί μόνον εις τον επικεφαλής αξιωματικόν την τελευταίαν στιγμήν», έτσι ώστε να πιστέψουν οι Ιταλοί ότι δέχονται επίθεση από πολυπληθείς δυνάμεις.
Το πλήθος των εθελοντών – Η αλλαγή του σχεδίου
Στην πορεία ο σχεδιασμός της επιχείρησης άλλαξε. Επιλέχθηκε ως σημείο απόβασης ο όρμος Κάτω Αετός στην περιοχή της Σαγιάδας. Υπήρξε μεγάλη προσέλευση εθελοντών και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, ενώ το Απόσπασμα προβλεπόταν αρχικά να στελεχώνεται από 100 άνδρες, τελικά απαρτίστηκε από 190 έως 220 υπαξιωματικούς και οπλίτες, 5 αξιωματικούς και μια διμοιρία όλμων υπό τον Ανθυπολοχαγό Νικόλαο Φραγκοπανάγο. Επικεφαλής του Αποσπάσματος επρόκειτο, αρχικά, να αναλάβει ο Υπολοχαγός Κωνσταντίνος Ρομπότης, Υπασπιστής του Στρατιωτικού Διοικητή Κέρκυρας, τελικά όμως ανέλαβε ο Λοχαγός Δημήτριος Λαντζίδης. Από το επώνυμό του, η μονάδα έμεινε γνωστή ως «Απόσπασμα Λαντζίδη».
Υποδιοικητής του Αποσπάσματος ανέλαβε ο Υπολοχαγός Ιωάννης Βλάχος που ήταν γνώστης της περιοχής, καθώς λίγες μέρες πριν την έναρξή του πολέμου είχε σταλεί για αναγνώριση στην περιοχή βόρεια της Σαγιάδας. Αν το Απόσπασμα συναντούσε αντίσταση θα υποστηριζόταν από πυρά της 10ης Πυροβολαρχίας που ήταν εγκατεστημένη στην περιοχή της Κουλούρας, στο Στενό της Κέρκυρας. Η διαταγή εκτέλεσης της επιχείρησης δόθηκε από τον Διοικητή του 10ου Συντάγματος Συνταγματάρχη Πετρόπουλο στον Λαντζίδη, το μεσημέρι της 22ης Νοεμβρίου με την εξήγηση ότι πρόκειται για εύκολη και ένδοξη αποστολή, κάτι όμως που δεν επαληθεύτηκε…
Ο σχεδιασμός της επιχείρησης και η αθρόα προσέλευση Κερκυραίων εθελοντών
Το Γενικό Επιτελείο Στρατού για να δημιουργήσει ρήγμα στο μέτωπο διέταξε τη Στρατιωτική Διοίκηση Κέρκυρας να προετοιμάσει ένα αποβατικό απόσπασμα από εθελοντές υπαξιωματικούς και οπλίτες. Η Στρατιωτική Διοίκηση Κέρκυρας είχε στη διάθεσή της το 10ο Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο στελεχωνόταν από Κερκυραίους.
Οι άνδρες που θα στελέχωναν το απόσπασμα, θα συγκεντρώνονταν στο ορεινό χωριό Γιαννάδες στη δυτική πλευρά του νησιού, όπου θα εφοδιάζονταν με πυρομαχικά και ξηρά τροφή για τρεις μέρες. Έπειτα θα επιβιβάζονταν σε καΐκια που θα τους αποβίβαζαν στο ακρωτήριο Στύλος της Βορείου Ηπείρου απ’ όπου τα ξημερώματα της 23ης Νοεμβρίου 1940 θα πραγματοποιούσαν επίθεση εναντίον των ιταλικών δυνάμεων στην περιοχή της ευρύτερης Θεσπρωτίας, με στόχο την κατάληψη του υψώματος στο χωριό Βαγκαλάτι.
Έτσι θα βοηθούσαν την προέλαση των Συνταγμάτων Κορίνθου και Πατρών υπό τον Στρατηγό Λιούμπα («Απόσπασμα Λιούμπα») στο αριστερό άκρο της ελληνικής παράταξης. Σύμφωνα με τις οδηγίες του ΓΕΣ η προετοιμασία του αποσπάσματος έπρεπε να είναι «τελείως απόρρητος και ταχεία. Η αποστολή του Αποσπάσματος να κοινοποιηθεί μόνον εις τον επικεφαλής αξιωματικόν την τελευταίαν στιγμήν», έτσι ώστε να πιστέψουν οι Ιταλοί ότι δέχονται επίθεση από πολυπληθείς δυνάμεις.
Το πλήθος των εθελοντών – Η αλλαγή του σχεδίου
Στην πορεία ο σχεδιασμός της επιχείρησης άλλαξε. Επιλέχθηκε ως σημείο απόβασης ο όρμος Κάτω Αετός στην περιοχή της Σαγιάδας. Υπήρξε μεγάλη προσέλευση εθελοντών και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, ενώ το Απόσπασμα προβλεπόταν αρχικά να στελεχώνεται από 100 άνδρες, τελικά απαρτίστηκε από 190 έως 220 υπαξιωματικούς και οπλίτες, 5 αξιωματικούς και μια διμοιρία όλμων υπό τον Ανθυπολοχαγό Νικόλαο Φραγκοπανάγο. Επικεφαλής του Αποσπάσματος επρόκειτο, αρχικά, να αναλάβει ο Υπολοχαγός Κωνσταντίνος Ρομπότης, Υπασπιστής του Στρατιωτικού Διοικητή Κέρκυρας, τελικά όμως ανέλαβε ο Λοχαγός Δημήτριος Λαντζίδης. Από το επώνυμό του, η μονάδα έμεινε γνωστή ως «Απόσπασμα Λαντζίδη».
Υποδιοικητής του Αποσπάσματος ανέλαβε ο Υπολοχαγός Ιωάννης Βλάχος που ήταν γνώστης της περιοχής, καθώς λίγες μέρες πριν την έναρξή του πολέμου είχε σταλεί για αναγνώριση στην περιοχή βόρεια της Σαγιάδας. Αν το Απόσπασμα συναντούσε αντίσταση θα υποστηριζόταν από πυρά της 10ης Πυροβολαρχίας που ήταν εγκατεστημένη στην περιοχή της Κουλούρας, στο Στενό της Κέρκυρας. Η διαταγή εκτέλεσης της επιχείρησης δόθηκε από τον Διοικητή του 10ου Συντάγματος Συνταγματάρχη Πετρόπουλο στον Λαντζίδη, το μεσημέρι της 22ης Νοεμβρίου με την εξήγηση ότι πρόκειται για εύκολη και ένδοξη αποστολή, κάτι όμως που δεν επαληθεύτηκε…
0 Σχόλια